«Όσοι μιλούν για «συνωστισμό της Σμύρνης» είναι κτήνη. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πατήσω σε εκείνα τα Άγια χώματα που γεννήθηκε η μάνα μου, γιατί ψυχορραγεί η καρδιά μου…Ποτέ στη ζωή μου δεν ψήφισα πολιτικό. Γιατί το θεωρώ τελείως ανόητο, μια μάζα ανθρώπων, των πολλών δηλαδή να θεωρούνται έξυπνοι επειδή έβγαλαν αυτόν που ήθελε η πλειοψηφία και οι άλλοι να είναι οι χαζοί…Ο πατέρας μου είχε πεθάνει. Ωστόσο για τους Κομμουνιστές ζούσε, για τους κομμουνιστές ήταν αξιωματικός και γενικά στηρίζονταν σε ψέμματα». Το κουβάρι της συγκλονιστικής ζωής της ξετυλίγει η 96χρονη Ροζίτα Σώκου, η γυναίκα θρύλος της Ελληνικής τηλεόρασης και μια από τις σπουδαιότερες κριτικούς κινηματογράφου.
- Από τον
Νίκο Νικόλιζα
Σε έναν απολογισμό ζωής στο Newsbreak.gr και έχοντας απομακρυνθεί από κάθε είδους δημοσιότητα, μιλάει για θέματα που την πονάνε. Καθισμένη πλέον σε αναπηρικό καροτσάκι και έχοντας στο πλευρό της την κόρη της Ιρενέ, αναπολεί τις ένδοξες στιγμές που έζησε τόσο στις Κάννες, αλλά και όσα είδαν τα μάτια της την εποχή της Κατοχής.
«Είναι ομολογουμένως πολύ δύσκολο να ζει κάποιος έως τα 96 χρόνια του. Εγώ πέρασα εκτός από αρρώστιες και πολλές απειλές να με σκοτώσουν την εποχή του εμφυλίου. Η οικογένειά μου την εποχή του πολέμου βρισκόταν στο ενδιάμεσο. Από την μια οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι και από την άλλοι οι κομμουνιστές. Μια από εκείνες τις νύχτες, μας σήκωσαν από τα κρεβάτια και μας είπαν: «πάμε για μια μικρή ανάκριση». Οι κοπέλες την εποχή εκείνη έγραφαν ημερολόγια τα οποία αφήναμε ανοιχτά για να στεγνώσει το μελάνι. Όταν μπήκαν μέσα στο σπίτι μας, μια από τις κομμουνίστριες κοπέλες έπεσε πάνω στη σελίδα που τα έσουρνα στο κόμμα της. Γυρίζει, με κοιτάζει και μου λέει: «θα την πάρουμε και αυτή». Θυμάμαι που είπα της μάνας μου να πάρει μαζί της μια κουβέρτα μαζί μας. Μας ανέβασαν σε φορτηγά και μας πήγαν όλους στην Αχαρνών σε άλλο σπίτι για να τους συλλάβουν και εκείνους. Σε εκείνο το σπίτι οι γονείς έλειπαν. Είχαν πάει να βρουν ένα κομμάτι ψωμί να φάνε τα τρία παιδάκια τους. Και πήραν τα παιδιά τους. Την εικόνα αυτή δεν θα την ξεπέρασα ποτέ. Συνέλαβαν τα τρία αυτά αθώα πλάσματα. Μέσα στο φορτηγό που τα έφεραν για να τα κάνω να γελάσουν, έβαζα πάνω στο κεφάλι ένα σάλι. Ήθελα να τους απαλύνω τον πόνο με το γέλιο. Μετά από ώρα μας μετέφεραν όλους σε ένα προαύλιο μιας εκκλησίας -στο Περιστέρι μάλλον- για την λεγόμενη «μικρή ανάκριση». Εκεί με ρώτησε κάποιος για τον πατέρα μου: ο Γιώργος τι κάνει; Και του απάντησα, πέθανε. Γυρίζει βουρκωμένος, με κοιτάζει και μου λέει: «του χρωστάω πολλά». Δεν έμαθα ποτέ γιατί το είπε αυτό. Και γυρίζει ο άνθρωπος αυτός και λέει ψιθυριστά: Τουλάχιστον απόψε γλίτωσα τη γυναίκα του και το παιδί του. Αλλιώς θα είχαν σκοτώσει όλη μας την οικογένεια. Για τους Κομμουνιστές ο πατέρας μου ζούσε, ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός στο στρατό και γενικά στηρίζονταν σε μια σειρά από ψέμματα. Γι΄αυτό και μας συνέλαβαν. Από την Κατοχή επίσης θυμάμαι και τους πρώτους μαυραγορίτες που κρέμασαν σε μια πλατεία στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν πολύ επώδυνη ζωή, γεμάτη δυστυχία και πόνο. Τότε εγώ πήγαινα στη Γαλλική ακαδημία. Και περνούσαμε από εκεί που συγκέντρωναν τα πτώματα. Δεν θα ξεχάσω τα ρυάκια των δρόμων που ήταν κατακόκκινα από το αίμα των νεκρών. Ο κομμουνισμός δυστυχώς ήταν ότι χειρότερο στην Κατοχή. Στην Ελλάδα απέτυχε η Δημοκρατία. Το ίδιο είχε γίνει και στην αρχαία Ελλάδα…»
Τα χρόνια με τον πατέρα μου…
«Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του ελέγχου, ο πρώτος άνθρωπος που εγκατέστησε κινηματογράφο σε ολόκληρη την Αιτολωακαρνανία. Σπουδαίος άνθρωπος. Πέθανε πριν από τον πόλεμο σε ηλικία 44 ετών. Δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται. Έκανε απίθανες δουλειές σε όλη του την πορεία. Στα δικά μου μάτια, ο μπαμπάς μου ήταν ο δικός μου θρύλος. Δεν σας κρύβω ότι όταν πέθανε δεν έκλαψα. Δεν πόνεσα, δεν λύγισα. Πάντα τον κουβαλάω μέσα μου. Ας πούμε είναι το φυλαχτό μου. Ήταν τόσο έντονη η αγάπη μεταξύ μας και η παρουσία του στη ζωή μου, που πολλές φορές του μιλάω και ας ξέρω ότι έχει φύγει τόσα χρόνια. Θα σας πω και κάτι το ανεξήγητο: μια μέρα πριν φύγει από τη ζωή, κατάλαβα ότι θα πεθάνει. Εκείνο το βράδυ κοιμόμουν δίπλα του και ήξερα ότι είχε πεθάνει. Όμως δεν πονούσα. Η οικογένειά μας ήταν απολύτως πατριαρχική. Με ρωτούσε: «τι ώρα είναι;» ενώ ήταν δίπλα το ρολόι. ΄Ήθελε τα πάντα στο χέρι και να τα ελέγχει. Η αλήθεια είναι ότι είχα μικρόβιο. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει: «εσύ γεννήθηκες από το κεφάλι μου, όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία». Και ενώ είχε πεθάνει και τον είχαμε κηδέψει, εγώ ξυπνούσα τις νύχτες όλο γέλια και χαρές. Θεωρούσα ότι τον είχα πάντα στην αγκαλιά μου. Η μάνα μου από την άλλη, ήταν η κόρη του Φώτη Μιχαηλίδη, με την Misko. Είχαν έρθει από την Σμύρνη για να προωθήσουν την δουλειά τους με τα μακαρόνια. Ο θείος μου ο Μάριος ήταν εκείνος που είχε ζωγραφίσει τον «Ακάκιο». Γι΄αυτό μπορώ να σας μιλήσω για πολλά πράγματα για την Σμύρνη. Όπως ξέρω πολύ καλά από τη μητέρα μου και για δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα από εκείνη την τραγική μέρα της Καταστροφής της Σμύρνης: μια κοπέλα Σμυρνιά, η οποία φοβόταν μήπως την πάρουν στα χαρέμια οι Τούρκοι, της έκαψε η γιαγιά ενός φίλου μου το πρόσωπό της με ασβέστη για να μην είναι όμορφη και να μην αναγνωρίζουν τα χαρακτηριστικά της. Επίσης, μια γυναίκα με τρία παιδιά έπεσε στην θάλασσα και κρατούσε το ένα από το λαιμό, το άλλο με το άλλο χέρι και το τρίτο με τα δόντια της. Τελευταία στιγμή δεν πνίγηκε. Για μένα, όσοι μιλούν για «συνωστισμό της Σμύρνης», είναι κτήνη. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πάω σε εκείνα τα Άγια χώματα γιατί ψυχοραγεί η καρδιά μου».
Δεν ψήφισα ποτέ…
«Ποτέ στη ζωή μου δεν ψήφισα πολιτικό. Γιατί το θεωρώ τελείως ανόητο, μια μάζα ανθρώπων, οι πολλοί δηλαδή να θεωρούνται έξυπνοι επειδή έβγαλαν αυτόν που ήθελε η πλειοψηφία και οι άλλοι να είναι οι χαζοί. Εγώ σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που ήταν υποχρεωτική η ψήφος, έβαζα μέσα σε ένα φακελάκι την φωτογραφία του Μάρλον Μπράντο και είχα ήσυχη την συνείδησή μου. Δεν με ενδιαφέρει πως βλέπει ο καθένας την κριτική που κάνω. Είναι αυτή που πιστεύω εγώ. Μπορεί να μην συμφωνούν οι πολλοί. Όμως εγώ αυτή την κριτική κάνω. Δεν μπορούν όλοι να έχουμε την ίδια γνώμη. Σήμερα, δεν βλέπω σχεδόν τίποτα, εκτός από κάποιες ξένες σειρές. Τι να δω; Να σκάω για δουλειές που είναι ψεύτικες; Στο θέατρο κάποτε, ντυνόσουν, έβαζες τα καλά σου και πήγαινες να πάρεις ένα καλό εισιτήριο με μια καλή θέση. Μετά ήρθε ο κινηματογράφος που καπέλωσε το θέατρο. Και μετά ήρθε η τηλεόραση που τα είχες όλα μπροστά σου με ένα τηλεκοντρόλ. Και πλέον τα έχεις όλα στο χέρι σου μέσα από ένα κινητό».
Να η ευκαιρία…
«Το «Να η ευκαιρία» ήταν μια πολύ σπουδαία εκπομπή που δεν έχει καμιά σχέση με το σήμερα και όλα όσα γίνονται στην τηλεόραση τέτοιου τύπου. Τότε δίναμε μια συμβουλή και τους ρωτούσαμε: αξίζει να εγκαταλείψεις το πανεπιστήμιο και να μπεις στον βρώμικο δρόμο της νύχτας; Εγώ δεν ανακατευόμουν ποτέ. Τους έλεγα: δεν θα σας κρίνω για την φωνή σας, αλλά για την σκηνική σας παρουσία. Όταν μου πρότειναν να είμαι στην κριτική επιτροπή, πήγα στον διευθυντή της ΕΡΤ και του είπα: εγώ μπορώ να κρίνω όλες τις τέχνες. Και με βάλατε στο μόνο που δεν γνωρίζω, το τραγούδι; Στην Ελλάδα οι περισσότεροι Έλληνες είναι ποιητές και απατεώνες. Όσο για το πως σταμάτησε το «Να η ευκαιρία;» Το έκοψε το ΠΑΣΟΚ, όπως και την ραδιοφωνική εκπομπή που είχα. Ήταν η πιο πετυχημένη εκπομπή και μας την έκοψε το ΠΑΣΟΚ γιατί έγραφα κριτική σε δεξιά εφημερίδα. Επί ΠΑΣΟΚ αν δεν ήσουν πρασινοφρουρός, δεν έμπαινες στην ΕΡΤ. Δυστυχώς ήταν η καταστροφή της Ελλάδος».
Δεν φοβάμαι τον θάνατο…
«Αν απέκτησα χρήματα; Εδώ γελάμε! Εγώ ζω αγαπημένε μου με 600 ευρώ. Τίποτα περισσότερο. Και ας δούλεψα όλα αυτά τα χρόνια πάρα πολύ. Γύριζα σπίτι, έλεγα στην κόρη μου για κάποια εκπομπή που μου πρότειναν αλλά ποτέ δεν μιλούσα για χρήματα. Και πως πήρα το σπίτι που μένω; Με δάνειο το πήρα και ένας θεός ξέρει πως το ξεπλήρωσα. Όταν έρθει η ώρα του θανάτου, καλώς να έρθει. Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Και έχω ζητήσει να με κάψουν. Δεν θα ήθελα να με φάνε τα σκουλήκια. Δυστυχώς οι θρησκείες είναι οι πατερίτσες των φοβισμένων. Και έχουν αποτύχει εντελώς. Πλέον τον θεό τον έχουν κάνει να αγοράζεται. Είναι ντροπή. Για μένα θεός είναι αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες: θεός είναι η ενέργεια που υπάρχει γύρω μας».