Σαρωτικές αλλαγές προωθεί το υπουργείο Παιδείας, όσον αφορά στην εισαγωγή των μαθητών στα Πανεπιστήμια, καθώς οι πληροφορίες του «Έθνους» λένε πως η Νίκη Κεραμέως σκέφτεται να κάνει πράξεις όσα είχε πει πριν από καιρό και τα Πανεπιστήμια θα ορίζουν τον αριθμό των εισακτέων, αλλά και τη βάση εισαγωγής στα τμήματά τους!
Το σχέδιο του υπουργείου προβλέπει ριζική αλλαγή του καθεστώτος εισαγωγής στα ΑΕΙ, το οποίο αν υλοποιηθεί θα οδηγήσει ακόμη και τους μισούς υποψηφίους εκτός πανεπιστημίων. Υπενθυμίζεται ότι τα Πανεπιστήμια ζητούν αυτήν τη δυνατότητα εδώ και πολλά χρόνια, ωστόσο, καμία κυβέρνηση δεν την είχε παραχωρήσει.
Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ, στην περίπτωση που τα πανεπιστήμια όριζαν φέτος, για παράδειγμα, τον αριθμό των εισακτέων, από τα 78.000 παιδιά που κέρδισαν μια θέση στην Ανώτατη Εκπαίδευση θα έμπαιναν τα μισά, ενώ σε κάποια ιδρύματα, κυρίως τα μεγάλα, ο αριθμός θα ήταν ακόμα μικρότερος.
Για παράδειγμα, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας (πρώην ΑΣΟΕΕ) ζήτησε για φέτος 880 εισακτέους, αλλά το υπουργείο Παιδείας τελικά του «έδωσε» 1.687, σχεδόν τους διπλάσιους.
Η θέση της υπουργού Παιδείας
Η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, έχει ξεκάθαρα δηλώσει ότι «στις προθέσεις μας είναι τα πανεπιστήμια να ορίζουν τον αριθμό των εισακτέων και παράλληλα να ορίζουν τη βάση εισαγωγής. Θέλουμε το 10 να είναι η ελάχιστη βάση εισαγωγής και από εκεί και πέρα το κάθε ίδρυμα να μπορεί να ορίζει μια βάση εισαγωγής πάνω από την ελάχιστη. Οποία θέλει: 15,16,17,13… Το θεωρούμε αδιανόητο ο Έλληνας φορολογούμενος να πληρώνει για ιδρύματα στα οποία κάποιος μπαίνει με βαθμό 3. Το λέμε ευθέως. Πρέπει να πάμε σε ένα σύστημα στο οποίο τα σχολεία και τα πανεπιστήμια θα είναι πιο ελεύθερα και πιο αυτόνομα. Αυτός είναι ο στόχος. Σήμερα η κατάσταση έχει ως εξής: δηλώνει το πανεπιστήμιο πως θα πάρει 500 φοιτητές και τελικά παίρνει 1.500. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Ή εκπαίδευση που παρέχει επί της ουσίας στους 1.500 είναι μειωμένη, διότι δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε αυτόν τον πάρα πολύ μεγάλο όγκο. Τελικά, πλήττονται όλοι».
Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει εάν τελικά θα κάνει πράξη τις εξαγγελίες της από την ερχόμενη ακαδημαϊκή χρονιά, με αποτέλεσμα η αγωνία των μαθητών της Γ’ Λυκείου και των οικογενειών τους να κορυφώνεται. Το πρόβλημα σε αυτή τη σκέψη του υπουργείου δεν είναι ο χρόνος εφαρμογής ενός τέτοιου μέτρου, αλλά το κόστος, που, ενδεχομένως, να έχει για τους υποψηφίους, καθώς χιλιάδες μαθητές θα μπορούσαν να μείνουν εκτός Πανεπιστημίου και να πρέπει να ψάχνουν διεξόδους για τις σπουδές και την επαγγελματική τους αποκατάσταση.
Με θετικό μάτι βλέπουν τις εξαγγελίες τα ΑΕΙ
Τα πανεπιστήμια, από την πλευρά τους, θεωρούν ότι είναι ζήτημα αυτοτέλειας και αυτοδιοίκησης να ορίζουν τον αριθμό των εισακτέων τους και την ελάχιστη βάση βαθμού εισαγωγής.
Όπως τονίζει ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νίκος Παπαΐωάννου, «αυτό προέρχεται από την ανάγκη που μας διέπει να παρέχουμε υψηλό επίπεδο σπουδών και ανταγωνιστικά πτυχία στους φοιτητές μας. Όταν το υπουργείο μας στέλνει κάθε χρόνο τον διπλάσιο αριθμό φοιτητών από αυτόν που ζητάμε, πώς θα παρέχουμε σωστή εκπαίδευση στους φοιτητές μας;». Και συμπληρώνει: «Εάν εμείς καθορίσουμε τον αριθμό των εισακτέων και τις βάσεις εισαγωγής, τότε θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε και ένα υψηλό επίπεδο σπουδών».
Όσον αφορά στις αντιδράσεις που θα υπάρχουν από την κοινωνία, ο πρύτανης λέει χαρακτηριστικά: «Εάν δεν σπάσεις αβγά, ομελέτα δεν γίνεται. Πιστεύω ότι μπορούμε -χωρίς να θίγονται τα κεκτημένα- να φτιάξουμε νέους όρους για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και θεωρώ ότι η πρόταση του υπουργείου κινείται στη σωστή κατεύθυνση».
Ανάλογη είναι και η θέση της πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Πάτρας, Β. Κυριαζοπούλου, η οποία, όμως, υπογραμμίζει ότι «εφόσον μειωθούν οι εισακτέοι, θα ανέβουν οι βάσεις. Νομίζω ότι θα πάμε σε μια μέση λύση, καθώς θα υπάρχουν σχολές που θα μπορούν να πάρουν παραπάνω φοιτητές και άλλες -όπως οι θετικές σχολές- λιγότερους. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα ζητήματα θέλουν μια σοβαρή συζήτηση πριν ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις».
Οι καθηγητές αντιδρούν στα μέτρα
Οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία, από την πλευρά τους, οι οποίοι ζουν από κοντά τον αγώνα και την αγωνία των μαθητών, θεωρούν ότι οι ανώτατες σπουδές δεν είναι «δικαίωμα για λίγους». Επισημαίνουν ότι χρέος της πολιτείας είναι να στηρίξει τα πανεπιστήμια και όχι να στείλει τη νέα γενιά στις ιδιωτικές σπουδές ή στο εξωτερικό με τη μέθοδο του «κόφτη» στον δρόμο προς τα πανεπιστήμια.
Την προηγούμενη φορά, πάντως, που είχε τεθεί σε ισχύ μια τόσο «δραστική» αλλαγή στις πανελλήνιες, τότε, δηλαδή, που είχε εφαρμοστεί η βάση του 10 (την περίοδο 2006-2009), έμειναν εκτός ΑΕΙ πάνω από 60.000 παιδιά.
Το μέτρο απέτυχε, όπως παραδέχθηκαν οι κυβερνήσεις της εποχής, και καταργήθηκε από την τότε υπουργό Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου, η οποία είχε δηλώσει χαρακτηριστικά στο υπουργικό Συμβούλιο: «Τέσσερα χρόνια μετά την υιοθέτηση της, δεν υπάρχουν ενδείξεις ή μελέτες που να αποδεικνύουν ότι η βάση του 10 πέτυχε την οποιαδήποτε άνοδο της ποιότητας σπουδών ή του επιπέδου των επιτυχόντων, είτε στο λύκειο είτε στα τριτοβάθμια ιδρύματα. Δεκάδες χιλιάδες νέοι προσφεύγουν στην ιδιωτική εκπαίδευση και σε κάθε είδους πανεπιστημιακά και τεχνολογικά ιδρύματα χωρών του εξωτερικού. Άλλωστε, αντιβαίνει στην παιδαγωγική λογική των Πανελλαδικών Εξετάσεων, όπως αυτές γίνονται σήμερα, με όλους τους μαθητές να εξετάζονται στα ίδια μαθήματα, ανεξάρτητα από την προσωπική τους επιλογή σπουδών».
Μάλιστα, όπως ανέδειξε και η έρευνα του ΙΟΒΕ τον Ιούλιο του 2017: «Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι η εισαγωγή της βάσης του 10 το 2006, καθώς και η απόσυρση του μέτρου το 2010 είχαν σημαντική επίδραση στη σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού της χώρας -ως προς το κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο- των οικογενειών τους. Συγκεκριμένα, τα ποσοστά των φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες με υψηλό και πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο παρουσιάζονται αυξημένα την περίοδο 2006-2009, σε σύγκριση με τα προγενέστερα έτη και με το 2010, ενώ, αντίθετα, μειωμένα είναι τα ποσοστά με μεσαίο και χαμηλό επίπεδο τη συγκεκριμένη περίοδο».