Ο Ρινάτ Αχμέτοφ, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ουκρανίας, φέρεται να δανείστηκε 400 εκατομμύρια δολάρια από τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ρωσίας, τη Sberbank, όπως αποκάλυψε η Διεθνής Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ), επικαλούμενη πληροφορίες που ελήφθησαν από έγγραφα που διέρρευσαν με την ονομασία «Cyprus Confidential».
Τα έγγραφα αποτελούν μέρος μιας τεράστιας διαρροής εκατομμυρίων αρχείων, που ελήφθησαν από Κύπριους παρόχους χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Μαζί, συνθέτουν μια περίπλοκη εικόνα του «πώς οι Κύπριοι χρηματοπιστωτικοί παράγοντες προσπάθησαν να βοηθήσουν τους Ρώσους ολιγάρχες και τους συμμάχους του Πούτιν, να θωρακίσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και να αποφύγουν τις δυτικές κυρώσεις», γράφει το ICIJ.
Σε μια έρευνα που βασίστηκε στα έγγραφα που διέρρευσαν, το ICIJ ισχυρίστηκε ότι ο Αχμέτοφ μεταβίβασε την ευθύνη για δάνειο 400 εκατομμυρίων δολαρίων από τη Sberbank σε θυγατρική με έδρα την Κύπρο, μέσω της ιδιοκτησίας του στον ουκρανικό ενεργειακό γίγαντα DTEK.
Τα δάνεια φέρεται να χορηγήθηκαν από τη Sberbank πριν από το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία. Επιπλέον, η DTEK μεταβίβασε επίσης την ιδιοκτησία πολλών ρωσικών ανθρακωρυχείων στη θυγατρική με έδρα την Κύπρο, το 2017.
Σε άλλο σημείο της έρευνας, το ICIJ ανέφερε ότι ο Αχμέτοφ φέρεται να αγόρασε ένα πολυτελές ρετιρέ στο Λονδίνο το 2021 για 87,5 εκατομμύρια λίρες (107 εκατομμύρια δολάρια) μέσω μιας εταιρείας-κέλυφος με έδρα τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους.
Ως απάντηση στην έρευνα, ο Ουκρανός ολιγάρχης απέστειλε δήλωση στο ICIJ λέγοντας ότι τα δάνεια που παρείχαν η Sberbank και άλλοι δανειστές πριν από την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, ήταν «τυπική πρακτική για τους Ουκρανούς δανειολήπτες».
«Μετά την εισβολή», ανέφερε η δήλωση, «η κατάσταση άλλαξε άρδην» και η DTEK προσπάθησε να πουλήσει τα ανθρακωρυχεία του Ροστόφ. Αφού απέτυχε να βρει αγοραστή, η ιδιοκτησία των ορυχείων μεταβιβάστηκε στη Fabcell ως ένας τρόπος «περιορισμού της έκθεσης [της DTEK] στις απαιτήσεις της Sberbank ως πιστωτή και άνοιξε το δρόμο για την έξοδο από την επένδυση της DTEK στα ανθρακωρυχεία του Ροστόφ».
Ο Αχμέτοφ έχασε περισσότερα από τα μισά περιουσιακά του στοιχεία ως αποτέλεσμα της εισβολής πλήρους κλίμακας, με πολλές από τις βιομηχανικές του εκμεταλλεύσεις, όπως το εργοστάσιο χάλυβα Azovstal στη Μαριούπολη, να έχουν καταστραφεί ή να έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια των μαχών.
Σύμφωνα με το Bloomberg Billionaires Index, στις 31 Οκτωβρίου, η καθαρή αξία του Αχμέτοφ μειώθηκε κατά 52% στα 5,39 δισ. δολάρια, σε σύγκριση με τα προπολεμικά νούμερα. Τώρα, κατατάσσεται στην 412η θέση μεταξύ των πλουσιότερων ανθρώπων παγκοσμίως, 278 θέσεις χαμηλότερα από ότι στην αρχή του έτους.
Να σημειώσουμε ότι είναι ο μόνος Ουκρανός στη λίστα.
Τον Ιούνιο του 2022, ο Αχμέτοφ κατέθεσε αγωγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) κατά της Ρωσίας, για κατάφωρες παραβιάσεις των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του.
Ο Ουκρανός απαίτησε «δισεκατομμύρια δολάρια» για να αντισταθμίσει τον αποκλεισμό, τη λεηλασία, την καταστροφή και την κλοπή των σιτηρών και των μετάλλων του από την Ουκρανία στη Ρωσία.
Παρά τις οικονομικές του απώλειες, ο Αχμέτοφ φέρεται να περιμένει την παράδοση ενός πολυτελούς γιοτ 500 εκατομμυρίων δολαρίων.
Έχει επίσης μια πολυτελή βίλα στη Γαλλία και ακίνητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, συμπεριλαμβανομένων δύο διαμερισμάτων στο Λονδίνο που αγοράστηκαν μαζί για 136,4 εκατομμύρια λίρες πριν από περίπου 13 χρόνια (πάνω από 210 εκατομμύρια δολάρια τότε), ενώ έχει επενδύσεις σε ορυχεία των ΗΠΑ.