Τα θέλουν όλα δικά τους οι μεγάλες αλυσίδες super market, αφού παραμένουν «κακοπληρωτές» προς τους προμηθευτές τους, παρά το γεγονός ότι ο κλάδος το 2020 ήταν ο μεγάλος κερδισμένος του lockdown, αποκτώντας έναν επιπλέον τζίρο 1 δισ. ευρώ.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, χειρότερος στις πληρωμές, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού μέχρι και το 1ο τρίμηνο του 2021, ήταν ο Σκλαβενίτης, με πληρωμές στις 200 ημέρες και καλύτερη η αλυσίδα Lidl με 30 ημέρες. Συνολικά, για τον κλάδο οι καθυστερήσεις πληρωμών ξεπερνούν σήμερα τις 70 με 80 ημέρες.
Δεδομένου ότι η ανάπτυξη των σούπερ μάρκετ έχει στηριχθεί, εν πολλοίς, στις εκπτώσεις και τις παροχές, η βιομηχανία, δηλαδή, χρηματοδοτεί την ανάπτυξή τους, οι παίκτες του λιανεμπορίου θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά να εξασφαλίσουν, αν όχι μεγαλύτερες, τουλάχιστον τις ίδιες εκπτώσεις με αυτές που λάμβαναν και τις πληρωμές σε ένα λογικό, γι’ αυτούς, χρόνο.
Το δυνατό χαρτί που ρίχνουν στο τραπέζι είναι τα ιδιωτικής ετικέτας προϊόντα, των οποίων η δυναμική είναι τεράστια. Και σε κάθε περίπτωση, με τα ιδιωτικής ετικέτας προϊόντα «χαμένη» είναι η βιομηχανία, που, ναι μεν παίρνει παραγγελίες και συντηρείται, αλλά χάνει την υπεραξία από την πώληση δικών της προϊόντων.
Το δεύτερο δυνατό χαρτί είναι η έξοδος από τα ράφια: σε όσα προϊόντα δεν ανήκουν στις κατηγορίες των ταχυκίνητων, οι εταιρίες που τα παράγουν ή τα εμπορεύονται θα βλέπουν την πόρτα εξόδου.
Ακόμη και η νομοθεσία, που υποχρεώνει τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ να πληρώνουν τους προμηθευτές φρέσκων και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων εντός 60 ημερών, παραμένει στο κενό.
Λύση στο πρόβλημα δεν διαφαίνεται, αντιθέτως οι προμηθευτές φοβούνται για αύξηση των πιέσεων από την πλευρά των λιανεμπόρων για περισσότερες παροχές και εκπτώσεις. Μάλιστα, σχεδόν κανείς από τους «παίκτες», μεγάλους, μεσαίους ή μικρούς, δεν υστέρησε, με συνέπεια ο κλάδος, όπως έχει γίνει ήδη γνωστό, να έχει κλείσει με αύξηση τζίρου 9,7% το 2020, που συνιστά ρεκόρ, τουλάχιστον για την τελευταία δεκαετία.