Συμπληρώνονται σήμερα 80 χρόνια από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία (1η Σεπτεμβρίου 1939).
- Γράφει ο Π.Δ. Καπετανόπουλος
Η ιστορία του καταστροφικότερου πολέμου, που γνώρισε η ανθρωπότητα στον 20ο αιώνα, επισφραγίστηκε με τη συντριβή των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας και των κρατών-δορυφόρων της. Ο επίλογος γράφτηκε με την προέλαση των συμμάχων επί γερμανικού εδάφους και την κατάληψη του Βερολίνου από τον Κόκκινο Στρατό την άνοιξη του 1945.
Από την επομένη της συνθηκολόγησης άνευ όρων της Γερμανίας, στις 9 Μαΐου 1945, ξεκίνησε ένας ιδιότυπος πόλεμος, ο «πόλεμος της μνήμης». Η μνήμη αποτελεί το νέο ιστορικό «τόπο» τις τελευταίες δεκαετίες. Η στροφή στη μελέτη της μνήμης δεν αφορά μόνο το ακαδημαϊκό πεδίο. Σήμερα πολλοί ιστορικοί στη Δύση, αλλά και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) εμφανίζουν το «Σύμφωνο μη Επίθεσης» μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ενωσης, της 23ης Αυγούστου 1939, περίπου ως απόδειξη για τις ευθύνες, που μοιράζονται ισομερώς, σε Χίτλερ και Στάλιν, για την έναρξη του Πολέμου.
- Η σοβιετική ηγεσία υπό τον Ιωσήφ Στάλιν είχε άλλη επιλογή;
Από το 1938 η Σοβιετική Κυβέρνηση ανέλαβε πρωτοβουλίες για την συγκρότηση αντιχιτλερικής συμμαχίας με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Στόχος ήταν η δημιουργία ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας, μεταξύ Μόσχας, Λονδίνου και Παρισιού, με τη συμμετοχή και της Βαρσοβίας, με σαφή αναφορά στην άμεση εμπλοκή όλων των συμβαλλομένων μερών, σε περίπτωση που κάποιο από τα κράτη-μέλη δεχόταν επίθεση από την ναζιστική Γερμανία.
Η Αγγλία και η Γαλλία, όμως, αντί να υιοθετήσουν τη σοβιετική πρόταση, η οποία θα αποθάρρυνε την επιθετικότητα του Χίτλερ, προτίμησαν να υπογράψουν το Σύμφωνο του Μονάχου στις 29-30 Σεπτεμβρίου 1938, με τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία. Η νέα προσπάθεια του «πολιτικού κατευνασμού» οδήγησε τελικά σε νέες παραχωρήσεις, στον ακρωτηριασμό της Τσεχοσλοβακίας και στην παραχώρηση στο ΡΑΙΧ της γερμανόφωνης περιοχής της Σουδητίας. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι η βρετανική και γαλλική κυβέρνηση επεδίωκαν να κατευθύνουν τις φανερές επιθετικές προθέσεις της Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης και να αποτρέψουν τον κίνδυνο για τις δικές τους χώρες.
Ωστόσο, ορισμένοι ιστορικοί στη Δύση αρνούνται να ερμηνεύσουν το Σύμφωνο του Μονάχου ως το «πράσινο φως» στη Γερμανία για τις επεκτατικές βλέψεις της προς Ανατολάς. Προφανώς, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η Τσεχοσλοβακία δεν θεωρείται εξιλαστήριο θύμα της επιθετικότητας του Χίτλερ στον ίδιο βαθμό με την Πολωνία. Δεν θα πρέπει, επίσης, να παραγνωρίζουμε, ότι από την Συμφωνία του Μονάχου ωφελημένη βγήκε και η Πολωνία, παίρνοντας την περιοχή Ζαόλζιε από την Τσεχοσλοβακία. Η πολωνική κυβέρνηση είχε υπογράψει από το 1934 Σύμφωνο μη Επίθεσης με την Γερμανία, παραβλέποντας ότι ο επόμενος στόχος του Χίτλερ θα ήταν η επιστροφή της γερμανόφωνης περιοχής του Danzig (Γκντανσκ)ν στο Γ’ ΡΑΙΧ.
Παρ΄όλα αυτά, και μετά το Μόναχο η σοβιετική ηγεσία συνέχισε τις προσπάθειες για την οικοδόμηση ενός συνασπισμού με τη Γαλλία και την Αγγλία, έως τα μέσα Αυγούστου 1939, οπότε απέτυχαν οριστικά οι τριμερείς διαπραγματεύσεις. Μόνο τότε ο Ιωσήφ Στάλιν δέχτηκε τη γερμανική πρόταση για την υπογραφή Συμφώνου μη Επίθεσης. Το Σύμφωνο υπογράφηκε στη Μόσχα στις 23 Αυγούστου και έμεινε γνωστό ως σύμφωνο Μολότoφ – Ρίμπεντροπ. Η υπογραφή του συμφώνου ήταν μια ρεαλιστική όσο και αναγκαστική επιλογή της σοβιετικής ηγεσίας, προκειμένου να κερδίζει χρόνο, για την επικείμενη πολεμική αναμέτρηση, που κανείς δεν αμφέβαλλε ότι επίκειται.
- Υπήρχε ακόμα και μετά το Μόναχο, η ευκαιρία να αλλάξει η πορεία των γεγονότων εκείνη τη στιγμή;
«Η γερμανική επιθετικότητα θα μπορούσε, ίσως, να είχε σταματήσει από μια ευρύτερη διεθνή συμμαχία από τις ευρωπαϊκές χώρες που περιέβαλλαν το Ράιχ κατά μήκος όλων των συνόρων του. Οι προτάσεις της Μόσχας για μια τέτοια συμφωνία απορρίφθηκαν κατηγορηματικά… Η κοντόφθαλμη πολιτική και η ρωσοφοβία των δυτικών πολιτικών της εποχής άνοιξαν το δρόμο σε μια τεράστια τραγωδία που δεν πρέπει να ξεχαστεί», σημειώνει η ιστορικός Natalia Narochnitskaya.
Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που η Γερμανία ξεκινούσε τον πόλεμο, άλλη θα ήταν η εξέλιξη του και μικρότερες οι θυσίες των λαών.
Η ένταση με την οποία εκδηλώθηκε στο παρελθόν και εκδηλώνεται και σήμερα η αντισοβιετική υστερία, με αφορμή την υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ από διάφορους κύκλους, εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχει μόνο ως κύριο στόχο τη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων ή την απαξίωση του ρόλου του Στάλιν και της Σοβιετικής Ένωσης στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Κυρίαρχος στόχος των αντισοβιετικών επιθέσεων είναι η σύγχρονη Ρωσία και το αυξανόμενο κύρος που αυτή απολαμβάνει, πλέον, παγκοσμίως.
Κανείς, όμως, δεν μπορεί να ξεχνά, ότι η Ευρώπη επιβίωσε και διατήρησε τη δημοκρατία χάρη στην υπεράνθρωπη προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών της αντιχιτλερικής συμμαχίας. Αν το λησμονεί αυτό, λησμονεί το παρελθόν της. Ο δρόμος για τη Νίκη του Φασισμού και του Ναζισμού ήταν δύσβατος και αιματοβαμμένος για τους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης. Σε σύνολο 53 εκατομμυρίων νεκρών του Β.Π.Π, περισσότερες από 27.000.000 ήταν οι ζωές των Σοβιετικών που χάθηκαν, ενώ σε 30 εκατομμύρια υπολογίζονται οι ανάπηροι και οι τραυματίες. Την ίδια περίοδο οι νεκροί της Μεγάλης Βρετανίας έφτασαν τους 375.000 και των ΗΠΑ τους 405.000.
Από την επομένη της λήξης του Β.Π.Π ξεκίνησε ένας άλλος πόλεμος, ο πόλεμος της μνήμης. Οι διάφοροι αναθεωρητές της ιστορίας, κυρίως στη Δύση, δίνουν ερμηνείες και προσπαθούν να παραχαράξουν τις πραγματικές αιτίες του πολέμου που προκλήθηκε από την χιτλερική Γερμανία και τους συμμάχους της, με την ανοχή και την ενθάρρυνση ορισμένων χωρών της Δύσης.
Η μόνη χώρα που δεν ευθύνεται για την μη έγκαιρη οργάνωση και συγκρότηση του αντιχιτλερικού συνασπισμού από το 1939, και όχι από το 1941, που τελικά δημιουργήθηκε, είναι η Σοβιετική Ένωση.