Ένα έγκλημα που πότισε με αίμα τη γη στα Καλύβια Αγρινίου όταν πέντε κυνηγοί, το χειμώνα του 2006, έπεφταν νεκροί, ο ένας μετά τον άλλον γιατί πάτησαν στα βοσκοτόπια 73χρονου κτηνοτρόφου και του γιου του γιατί φοβήθηκαν, όπως είπαν, ότι …τρόμαζαν τα πρόβατα. 4 χρόνια αργότερα, έφευγαν από τη ζωή, η 52χρονη μητέρα και η 16χρονη αδελφή του μικρότερου εκ των πέντε θυμάτων, του 17χρονου Αλέξη ο οποίος δεν είχε προλάβει να ξεφύγει από το καρτέρι θανάτου.
Ένα μνημείο στον τόπο του εγκλήματος με τα ονόματα και τις φωτογραφίες των πέντε κυνηγών που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, στα Καλύβια Αγρινίου, στις 25 Νοεμβρίου του 2006 έχει μείνει να θυμίζει το μακελειό που έμελλε να σημαδέψει την περιοχή.
Δώδεκα ολόκληρα χρόνια μετά και κανείς στην κλειστή κοινωνία των Καλυβίων στο Αγρίνιο δεν έχει ξεχάσει το στυγερό έγκλημα. Πολύ περισσότερο, οι συγγενείς των θυμάτων, με τη μητέρα και την αδελφή ενός απ’ αυτούς να αυτοκτονούν, 4 χρόνια αργότερα, μη αντέχοντας το χαμό τους. Νεκροί, πέντε νεαροί άντρες, όλοι συγγενείς μεταξύ τους που είχαν βγει για κυνήγι αλλά το συναπάντημά τους με δύο κτηνοτρόφους της περιοχής στάθηκε μοιραίο.
Οι πέντε νεκροί
Δράστες του πενταπλού φονικού, ο 73χρονος κτηνοτρόφος και ο 37χρονος γιος του, οι οποίοι είχαν κτήματα, λίγο έξω από τα Καλύβια όπου είχαν βρεθεί για κυνήγι, εκείνο το απόγευμα, τα αδέρφια B και XN μαζί με τα πρώτα τους ξαδέρφια Λ, H και A. Τα πτώματα όλων των κυνηγών είχαν εντοπιστεί, ανάμεσα στις καλαμιές, πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Μόνο, ο άτυχος 17χρονος φαίνεται ότι είχε προσπαθήσει να διαφύγει, αλλά δυστυχώς ούτε αυτός δεν τα κατάφερε. Περίπου 100 μέτρα πιο μακριά, εντοπίστηκε κι αυτός νεκρός…Όλα τα θύματα είχαν δεχτεί από τουλάχιστον δύο σφαίρες, το καθένα. Ο δράστης δεν αρκέστηκε μόνο στην πρώτη βολή εξ αποστάσεως, αλλά έριξε και την χαριστική εξ επαφής βολή.
«Ο πατέρας όπλισε το χέρι του γιου του»
«Πυροβολούσα όποιον έβρισκα μπροστά μου», είχε πει στους αστυνομικούς ο 37χρονος, το ….«καλύτερο παιδί των Καλυβίων», όπως έλεγαν οι συγχωριανοί του που έπεφταν από τα σύννεφα, ακούγοντας τον να ομολογεί το αποτρόπαιο έγκλημα. Ήταν υποχείριο του πατέρα του, υποστήριζαν όσοι γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, κατηγορώντας τον 73χρονο κτηνοτρόφο ότι με την αυταρχικότητά του όλα τα χρόνια, ήταν εκείνος που στην ουσία είχε οπλίσει το χέρι του γιου του.
Ήταν ένα έγκλημα χωρίς μάρτυρες αφού μόνο οι δύο δράστες μπορούσαν πια να μιλήσουν για όσα έγιναν. Ο 73χρονος κτηνοτρόφος και ο 37χρονος γιος του ήταν άλλωστε οι τελευταίοι που είχαν δει ζωντανούς πέντε κυνηγούς με το Διονύση Φούκα, να δηλώνει στους δημοσιογράφους που είχαν σπεύσει στην περιοχή, ότι πρέπει να τιμωρηθούν με θάνατο οι δολοφόνοι.
Η μοιραία ….προειδοποίηση
Η κατάθεση ωστόσο άλλου κτηνοτρόφου που είχε …προειδοποιήσει, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, τους δύο κατηγορουμένους να προσέχουν γιατί η παρουσία των κυνηγών στα κτήματά τους «έδιωχνε το κοπάδι των προβάτων και κατέστρεφε το τριφύλλι», δεν άργησε να οδηγήσει τους αστυνομικούς στους δράστες.
Αιτία, το αποτρόπαιου εγκλήματος, όπως φάνηκε, ήταν η γη και τα βοσκοτόπια που ένοιωθαν την ανάγκη πατέρας και γιος πάση θυσία να υπερασπιστούν, αδιαφορώντας ακόμη και για τις ανθρώπινες ζωές… Πήραν λοιπόν τις καραμπίνες και πήγαν να δουν τι συμβαίνει. Όταν όμως έφτασαν στον βοσκότοπό τους δεν βρήκαν κανέναν εκεί. Ο πατέρας έμεινε για να κάνει κάποιες δουλειές και ο γιος έφυγε για να πάει σε ένα καρτέρι για μπεκάτσες.
Πριν προλάβει να απομακρυνθεί, ο γιος άκουσε φωνές. Ήταν ο πατέρας του που μάλωνε με τους κυνηγούς, επειδή κάποιοι από αυτούς πάταγαν πάνω στις ποριές (φράχτες με κλαδιά και άλλα εμπόδια) και υπήρχε κίνδυνος να τις καταστρέψουν. Γύρισε πίσω και σύντομα άναψε ο καυγάς με τους κυνηγούς.
Όπως ισχυρίστηκαν πατέρας και γιος απολογούμενοι, οι κυνηγοί άρχισαν πρώτοι να βρίζουν και να απειλούν, ενώ ένας από αυτούς έστρεψε το όπλο του προς τον Διονύση απειλώντας να τον τουφεκίσει. Κανείς δεν έμαθε αν το εννοούσε, γιατί τελικά ο Διονύσης άνοιξε πρώτος πυρ και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είχε εκτελέσει εν ψυχρώ και τους πέντε κυνηγούς.
Στο καφενείο …μετά το έγκλημα
Αμέσως μετά, ο 73χρονος κτηνοτρόφος και ο 37χρονος γιος του, επέστρεψαν στα σπίτια τους, ήρεμοι σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ο γιός διαπίστωσε πως κατά την ανταλλαγή πυρών είχε τραυματιστεί κοντά στη μασχάλη και τα ρούχα του ήταν ματωμένα. Έτσι τα έβγαλε και τα πέταξε στον βόθρο. Πατέρας και γιος πήγαν στο καφενείο και την επόμενη μέρα έκαναν τις δουλειές τους κανονικά..
Την τιμωρία των ενόχων ζητούσε ο δράστης
Όταν πια το πενταπλό φονικό είχε μαθευτεί και η περιοχή είχε σφραγιστεί από την αστυνομία, ο ΔΦ εμφανιζόταν, ανάμεσα στους «περίεργους» που ήθελαν να δουν τι είχε συμβεί, ζητώντας την τιμωρία των δραστών.
Όταν συνελήφθη από τους αστυνομικούς ομολόγησε υποστηρίζοντας ότι πανικοβλήθηκε από τις απειλές των κυνηγών και άρχισε να τους πυροβολεί γιατί φοβήθηκε ότι θα τον σκότωναν. «Προσπαθώ να θυμηθώ και δεν μπορώ. Μου είπαν ότι αφού τους σκότωσα, γύρισα και τους έδωσα και χαριστική βολή. Τι να πω, ότι το θυμάμαι; Θα είναι ψέμα… Ξέρω ότι τους σκότωσα, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ λεπτομέρειες, ποιον, πώς, γιατί, πού, είναι ένα βασανιστικό κενό».
« Πυροβολούσα όποιον έβρισκα μπροστά μου»
Απαντώντας στις επίμονες ερωτήσεις για το λόγο του φονικού ο 37χρονος αρκέστηκε να πει: «Mου χάλαγαν τους φράχτες. Tρόμαζαν τα πρόβατα και σκόρπαγαν. Άκουσα τον καβγά με τον πατέρα μου. Mετά πυροβολισμό. Γύρισα. Πυροβολούσα όποιον έβρισκα μπροστά μου». Εμφανίστηκε πάντως μετανιωμένος λέγοντας χαρακτηριστικά πως «έπρεπε να είναι εκείνος στη θέση τους πεθαμένος». Όσο για τον πατέρα του, είπε ότι δεν συμμετείχε στο έγκλημα. Ισχυρίστηκε ότι είχε αφήσει την καραμπίνα του στο αυτοκίνητο και δεν οπλοφορούσε τη στιγμή του μακελειού.
Ο 73χρονος κτηνοτρόφος από την πλευρά του, υποστήριξε ότι αυτός διέπραξε τους φόνους και όχι ο γιος του. «Το μόνο που θέλω να ξέρετε σίγουρα είναι πως ο γιος μου δεν τράβηξε όπλο», έλεγε.
Τελικά, φυσικός αυτουργός θεωρήθηκε ο ΔΦ. Το δικαστήριο καταδίκασε ,πατέρα και γιο σε πέντε φορές ισόβια. Σήμερα και τους δύο βρίσκονται στη φυλακή….
Τραγωδία δίχως τέλος
Οι οικογένειες των θυμάτων όμως μετρούν εκτός από τους πέντε νεκρούς του μακελειού, πριν από 12 χρόνια, τις απώλειες ακόμη δύο δικών τους ανθρώπων.
Στις 22 Μάρτιου 2010 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο αδερφός του 17χρονου Α, του νεότερου εκ των πέντε θυμάτων, βρίσκει τα άψυχα σώματα της μητέρας του και της αδερφής του.
«Δεν μπορώ άλλο τη ζωή μου χωρίς τον μικρό μου τον Α. Θα σας βλέπω μαζί με τον Α από ψηλά. Σας ζητάω συγγνώμη…». Με αυτές τις λέξεις αποχαιρέτησε η 52χρονη ΚΚ, η μητέρα του 17χρονου την οικογένειά της. Η γυναίκα δεν άντεξε την απώλεια του παιδιού της και αποφάσισε να τον «συναντήσει» πίνοντας ένα φιαλίδιο ισχυρού εντομοκτόνου.
Λίγη ώρα μετά, η 16χρονη κόρη της Κ θα έρθει για δεύτερη αντιμέτωπη με το θάνατο. Αντικρίζοντας τη μητέρα της νεκρή και αφού διάβασε το σημείωμά της, δεν άντεξε… «Βρήκα τη μαμά νεκρή. Δεν μπορώ άλλο αυτή τη ζωή, θα πεθάνω και εγώ. Βασίλη, να είσαι δυνατός και να προσέχεις» έγραψε στο σημείωμα προς τον αδερφό της και πίνοντας το δεύτερο φιαλίδιο εντομοκτόνου, που υπήρχε στο σπίτι, αυτοκτόνησε..
Ο ιερέας του χωριού, πατέρας Καλλίνικος δήλωσε για τις δύσκολες στιγμές, που περνούσαν οι δύο γυναίκες: «Επί τέσσερα χρόνια, κάθε μέρα πήγαιναν στον τάφο του παιδιού και του μιλούσαν. Η Κατερίνα έλεγε ότι δεν ήθελε να τον αφήσει ούτε μία μέρα μόνο του. Της έλεγα ότι πρέπει να φανεί δυνατή για τα άλλα δύο παιδιά της, αλλά δεν με άκουγε. Στις 17 Μαρτίου, την ημέρα εορτής του Αλέξη, έμεινε με τις ώρες στο μνήμα του και έλεγε ότι δεν αντέχει μακριά του. Ηθελε να τον φιλήσει, να τον προσέχει. Και δυστυχώς πήρε την απόφαση να βάλει τέλος στη ζωή της για να βρεθούν και πάλι μαζί. Το κορίτσι την ακολούθησε. Δεν το χωρά ανθρώπινος νους».