Επί πολλές δεκαετίες δεδηλωμένη πρόθεση των τουρκικών ηγεσιών είναι να καταστήσουν την Τουρκία μεγάλη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο πλαίσιο αυτής της επιδίωξης, η Τουρκία είναι ένας γεωπολιτικός παίκτης ο οποίος δεν αποφεύγει τις εξωτερικές προκλήσεις, αλλά αντίθετα προσπαθεί διαρκώς να τις εκμεταλλευτεί. Σε αυτή τη λογική, οι τουρκικές ηγεσίες και κυρίως ο Ερντογάν δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αναξιοποίητες τις μαζικές μεταναστευτικές ροές που καταφθάνουν στην Ευρώπη από τον Τρίτο κόσμο.
Γράφει ο Αναστάσιος Λαυρέντζος
Η Τουρκία λοιπόν όχι μόνο δεν προσπάθησε να αποφύγει αυτές τις ροές, αλλά αντιθέτως επιδίωξε να τις έλξει. Έτσι λ.χ. διευκόλυνε την έκδοση βίζας για μεγάλο αριθμό χωρών της Ασίας και της Αφρικής και καθιέρωσε πολύ φθηνά αεροπορικά εισιτήρια. Επίσης ανέχτηκε, αν όχι υπέθαλψε, διάφορα κυκλώματα διακίνησης παράνομων μεταναστών. Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία κατάφερε να γίνει βασική χοάνη διοχέτευσης της παράνομης μετανάστευσης στην Ευρώπη, μετατρέποντας έτσι τις μεταναστευτικές ροές σε πολιτικό της όπλο.
Με το όπλο αυτό η Τουρκία εκβίασε την Ευρώπη το 2015, όταν οι μεταναστευτικές και οι προσφυγικές ροές γιγαντώθηκαν επ’ αφορμή της συριακής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΕ συνομολόγησε το 2016 με την Τουρκία μια συμφωνία για το μεταναστευτικό. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια εύθραυστη συμφωνία, με την οποία η ΕΕ θα πλήρωνε λύτρα στην Τουρκία, προκειμένου να κρατά υπό κάποιο έλεγχο τις μεταναστευτικές ροές. Στη μέση αυτής της διευθέτησης βρέθηκε η Ελλάδα, η οποία ανέλαβε το διαχειριστικό φορτίο, χωρίς όμως να έχει δυνατότητα ελέγχου στο πρόβλημα.
Τις τελευταίες εβδομάδες γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας μεγάλης έξαρσης των παράνομων μεταναστευτικών ροών, η οποία θυμίζει μέρες του 2015. Σχετικά είναι ενδεικτικό ότι στις 28 Αυγούστου, σε διάστημα μόνο μισής ώρας δεκατρείς μεγάλες λέμβοι έφτασαν στις ακτές της Λέσβου και αποβίβασαν περισσότερους από 500 μετανάστες. Οι εικόνες τεράστιων λέμβων παρατεταγμένων στη Σκάλα Συκαμνιάς της Λέσβου έκαναν σύντομα τον γύρο του κόσμου, δημιουργώντας για την Ελλάδα την αίσθηση μιας ανοχύρωτης χώρας. Ανάλογα περιστατικά εμφανίζονται σε πολλές περιοχές της χώρας, με την εμφάνιση μεταναστευτικών ροών και στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης. Τί μέλλει γενέσθαι λοιπόν; Και πώς η Ελλάδα πρέπει να απαντήσει σε αυτές τις εξελίξεις;
Οι δύο βασικοί παράμετροι του μεταναστευτικού
Όσον αφορά το μεταναστευτικό ζήτημα, υπάρχουν δύο βασικοί ρυθμοί:
– Ο ένας είναι ο ρυθμός εισροής των παράνομων μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα. Όποιος ελέγχει αυτό τον ρυθμό, είναι αυτός που ασκεί πολιτική. Η Τουρκία ελέγχει αυτόν τον ρυθμό και άρα είναι ο παράγοντας που ασκεί πολιτική.
– Ο δεύτερος ρυθμός είναι ο ρυθμός αποχώρησης των παράνομων μεταναστών από την Ελλάδα. Εκείνος που ελέγχει μόνο αυτόν τον ρυθμό, είναι απλώς διαχειριστής. Η Ελλάδα πασχίζει να ελέγξει αυτόν τον ρυθμό και άρα προσπαθεί να είναι ένας διαχειριστής.
Ανυπαρξία ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής
Υπό την πίεση των εντυπώσεων που δημιούργησαν οι πρόσφατες μαζικές αφίξεις μεταναστών, η κυβέρνηση συγκάλεσε πριν λίγες μέρες ΚΥΣΕΑ προκειμένου να αποφασίσει έκτακτα μέτρα για το μεταναστευτικό.
Όπως αποδείχτηκε, τα επτά μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση επιχειρούν να ελέγξουν τον ρυθμό αποχώρησης μεταναστών από τη χώρα ή έστω να αποσυμφορήσουν τα νησιά του Αιγαίου. Μεταφέροντας έναν αριθμό μεταναστών στην ενδοχώρα, ανακουφίζουν προσωρινά τα νησιά (μέχρι να έλθει το επόμενο «κύμα»), άλλα όσους μεταφέρουν στο εσωτερικό, τους θέτουν εκτός συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας (δεν υπάρχει σχετική αναφορά στη συμφωνία, αλλά έτσι την ερμηνεύουν η ΕΕ και η Τουρκία). Ουσιαστικά δηλαδή τους εγκαθιστούν επ’ αόριστο στη χώρα. Με αυτές τις πρακτικές όχι μόνο δεν λύνουν το μεταναστευτικό, αλλά τελικά προωθούν ακριβώς αυτό που επιδιώκει η Τουρκία, δηλαδή, την εγκατάσταση μεταναστών σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει μεταναστευτική πολιτική. Είναι μόνο ένας παθητικός δέκτης, ο οποίος πασχίζει να διαχειριστεί το πρόβλημα. Ακόμη και αυτό όμως το κάνει σπασμωδικά, όταν η ένταση των μεταναστευτικών ροών τον υποχρεώνει να δείξει ότι αντιδρά.
Στην προηγούμενη περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η ανυπαρξία μεταναστευτικής πολιτικής καλύφθηκε πίσω από το «ιδεολόγημα» των ανοικτών συνόρων. Με την αλλαγή κυβέρνησης στις πρόσφατες εκλογές καλλιεργήθηκαν οι προσδοκίες για μια διαφορετική προσέγγιση του μεταναστευτικού. Πράγματι, ορισμένες αποφάσεις των πρώτων ημερών έδειξαν μια αλλαγή πλεύσης, αλλά οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι η κυβέρνηση ΝΔ δεν είχε ετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει ένα μείζον και διαρκές ζήτημα όπως το μεταναστευτικό.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει μια ανοχύρωτη χώρα απέναντι στον υβριδικό μεταναστευτικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει εναντίον της η Τουρκία. Επίσης, η ελληνική κοινωνία, η οποία επί μια δεκαετία αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση, δεν μπορεί να βλέπει τις ελληνικές κυβερνήσεις να προσπερνούν το βασικό πρόβλημα της χώρας και να ξοδεύουν χρόνο και πόρους για μια ατελέσφορη διαχείριση του μεταναστευτικού.
Πρόταση για μια ελληνική μεταναστευτική πολιτική
Σε αυτό το πλαίσιο είναι προφανές ότι η παρούσα κυβέρνηση καλείται να αντιληφθεί τις ευθύνες της και να ασκήσει με θάρρος μια συγκροτημένη μεταναστευτική πολιτική. Μια πολιτική η οποία θα υπηρετεί πρώτα τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της Ελλάδας και στη συνέχεια θα βοηθά όσους πραγματικά δικαιούνται ανθρωπιστική βοήθεια στα μέτρα των δυνατοτήτων της χώρας.
Μια τέτοια μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει:
1. Να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη δράση όσων ΜΚΟ δεν λειτουργούν σε αυστηρά ανθρωπιστικό πλαίσιο. Ειδικότερα πρέπει να απαγορευτεί άμεσα η δράση των ΜΚΟ που λειτουργούν καταχρηστικά (ή ακόμη και σε συνεργασία με κυκλώματα λαθροδιακινητών), και βεβαίως όσων ΜΚΟ λειτουργούν ως μηχανισμοί προώθησης σχεδιασμών τρίτων χωρών.
2. Να δημιουργήσει ένα πλέγμα αντικινήτρων στην έλευση παράνομων μεταναστών, ώστε οι τελευταίοι να πάψουν να θεωρούν την Ελλάδα εύκολη πύλη σε έναν παράδεισο δωρεάν παροχών. Επί παραδείγματι, μπορεί να δηλωθεί ρητώς (όπως π.χ. στην Αυστραλία) ότι όποιος εισέρχεται στην Ελλάδα παράνομα, δεν θα τύχει επιδομάτων και δεν θα λάβει ποτέ ελληνική υπηκοότητα. Μια τέτοια πρακτική θα αποκαταστήσει τη λειτουργία των συνόρων, αφού η παράνομη διάβασή τους θα συνεπάγεται μια σειρά ανεπιθύμητες συνέπειες για τους επίδοξους μετανάστες.
3. Να θέσει σε λειτουργία ειδικά για τους παράνομους μετανάστες κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα, τα οποία θα τελούν υπό ελληνική διοίκηση, ενώ τα έξοδα σίτισης, περίθαλψης κ.λπ. θα καλύπτονται από διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΕΕ). Υποστήριξη θα μπορούν επίσης να παρέχουν διεθνείς οργανώσεις (π.χ. Ερυθρά Ημισέλινος) ή διάφορες καθαρά ανθρωπιστικές ΜΚΟ. Σε περιπτώσεις που το ελληνικό κράτος θα πρέπει να αποσυμφορήσει τα νησιά του Αιγαίου, οι μεταφορές να μην γίνονται στην ενδοχώρα, αλλά σε εγκαταστάσεις δεύτερης γραμμής που μπορούν να βρίσκονται και σε μη κατοικημένα νησιά.
4. Να περικόψει ή να σταματήσει την άμεση παροχή χρημάτων σε μετανάστες και πρόσφυγες, ώστε να σταματήσει η διάχυση των χρημάτων αυτών στις τοπικές κοινωνίες των νησιών του Αιγαίου. Έτσι θα υποχρεωθούν να αναστείλουν τη λειτουργία τους και διάφοροι μηχανισμοί παροχής υπηρεσιών, νομικών συμβούλων κ.λπ. που έχουν δημιουργηθεί στα νησιά.
5. Να συντομευτούν οι διαδικασίες χορήγησης ασύλου με την εισαγωγή ορισμένων αυτοματισμών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για τους υπηκόους κάποιων χώρων (που και ο ΟΗΕ δεν τους αναγνωρίζει a priori καθεστώς προσφύγων) θα μπορούσαν τα αιτήματα ασύλου να απορρίπτονται κατ’ αρχήν και να εξετάζονται ενδελεχώς μόνο περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχουν συγκεκριμένα τεκμήρια. Επί παραδείγματι, δεν είναι δυνατόν ένας μετανάστης από το Μπαγκλαντές να διασχίζει 4-5 χώρες, στις περισσότερες από τις οποίες δεν υπάρχει πόλεμος (ούτε στη δική του), για να εμφανιστεί στα ελληνικά νησιά και να δηλώσει πρόσφυγας. Το ίδιο ισχύει και για πολλές άλλες από τις δεκάδες χώρες προέλευσης των μεταναστών που φθάνουν στην Ελλάδα.
6. Να εκπονήσει και να υποβάλλει στην ΕΕ ένα πρόγραμμα διαχείρισης του μεταναστευτικού, το οποίο θα περιλαμβάνει ενισχυμένη χρηματοδότηση για επιδοτούμενες επιστροφές των παράνομων μεταναστών στις πατρίδες τους. Επίσης, θα πιέζει για διακρατικές συμφωνίες με τις χώρες προέλευσής τους, ώστε οι τελευταίες να τους δέχονται όταν απελαύνονται.
Από το: Slpress.gr