Οι Κυριακάτικες εφημερίδες της 21ης Μαΐου 1972 έκλειναν βιαστικά την ύλη τους το πρωί του Σαββάτου. Τα πολυσέλιδα της Κυριακής απαιτούσαν πολύωρη προετοιμασία. Θέματα υπήρχαν. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ετοιμαζόταν να πάει στη Μόσχα για να συναντήσει τον Λεονίτ Μπρέσνιεφ ενώ υπήρχε και η απαραίτητη αναφορά στη γιορτή του Βασιλιά Κωνσταντίνου που μπορεί να ήταν εξόριστος, αλλά παρέμενε, τυπικά στο θρόνο του.
Τη ρουτίνα της εργασίας διέκοψε η είδηση βόμβα. Απόδραση πολιτικού κρατούμενου από τις φυλακές της Κέρκυρας!
Ο Σήφης Βαλυράκης ήταν ο άνθρωπος που είχε αποδράσει. Και δεν ήταν άγνωστος, όχι μόνο στις αρχές, αλλά και στους δημοσιογράφους της εποχής. Κατ’ αρχήν ο πατέρας του Γιάννης υπήρξε για χρόνια βουλευτής Χανίων της Ενώσεως Κέντρου, ο ίδιος ο Σήφης είχε συλληφθεί ένα χρόνο νωρίτερα, το 1971 για σειρά βομβιστικών εκρήξεων. Δραπέτευσε από τις φυλακές, ανέβηκε στη στέγη ενός τρένου που κατευθυνόταν στη Γιουγκοσλαβία, αλλά για κακή του τύχη, το τρένο σταμάτησε στα σύνορα για ανεφοδιασμό, οι προβολείς των συνοριοφυλάκων τον εντόπισαν, τον συνέλαβαν και αυτή τη φορά κλείστηκε στις φυλακές της Κέρκυρας.
Το καθεστώς δεν μπορούσε να κρύψει την είδηση. Μόνο δημοσιοποιώντας την απόδραση είχε ελπίδες να συλλάβει τον Βαλυράκη κι από την άλλη πίστευε ότι θα συλληφθεί αφού μπορείς να αποδράσεις από μια φυλακή, αλλά όχι κι από ένα νησί.
Ο καταδικασμένος σε επταετή φυλάκιση Βαλυράκης είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός μέσα όχι μόνο μέσα από τη δράση του, αλλά και το θάρρος που έδειχνε απέναντι στους στρατοδίκες αποκαλύπτοντας τις προθέσεις του:
«Δεν αναγνωρίζω το δικτατορικό καθεστώς, παλεύω για την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας. Αισθάνομαι αιχμάλωτος με υποχρέωση να δραπετεύσω. Αφιερώνω τη σκέψη και τον χρόνο μου σ’ αυτό. Είμαι ήδη με τη σκέψη μου ελεύθερος».
Απέδρασε τα ξημερώματα του Σαββάτου 20 Μαΐου μαζί με τον συγκρατούμενο του Μπάμπη Γεωργακάκη. Είχαν καταφέρει με λιμάκια χρυσοχοΐας που είχε κρύψει μέσα σε σωληνάριο οδοντόπαστας να κόψει τα κάγκελα της φυλακής. Τα λίμαραν κάθε πρωί, όταν είχε φασαρία, κάτω από τη… μύτη των φρουρών και το βράδυ έβαζαν τσίχλα στα σημεία που είχαν λιμάρει κι από πάνω καφέ για να φαίνονται σκουριασμένα!
Ο Βαλυράκης χάρη σε ένα καλώδιο του ΟΤΕ κατάφερε να πέσει από τον φράκτη των οκτώ μέτρων. Ο Γεωργακάκης όμως έσπασε το πόδι του κατά την πτώση και συνελήφθη.
Τρεις μέρες κρυβόταν στα βουνά του νησιού. Ελικόπτερα, όλη η δύναμη του στρατού και της αστυνομίας στο νησί ήταν επί ποδός, αλλά δεν μπορούσαν να τον εντοπίσουν.
Στις 22 του μήνα κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να παραμείνει εκεί. Κι έκανε το τόλμημα. Κολύμπησε μέχρι τις ακτές της Αλβανίας. Εξουθενωμένος από τη φυλακή και την απόδραση κατάφερε να φθάσει στις ακτές της χώρας όπου τον περίμενε μια άλλη δυσάρεστη έκπληξη. Οι αρχές του Εμβρέρ Χότζα τον πέρασαν για κατάσκοπο. Τον συνέλαβαν, πέρασε από δίκη και καταδικάστηκε. Κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες. Έστελνε γράμματα στη μητέρα του, αλλά δεν έφθαναν ποτέ. Μια μέρα μες την απελπισία του γέμισε το φάκελλο με γραμματόσημα που απεικόνιζαν – ποιον άλλον – τον Εμβέρ Χότζα κι ω του θαύματος το γράμμα έφθασε ταχύτατα στον προορισμό του. Από εκεί άρχισε η κινητοποίηση του Ανδρέα Παπανδρέου για την απελευθέρωσή του. Ο Νοροντόμ Σιχανούκ της Καμπότζης, γνωστός και ως «ερυθρός πρίγκιπας» για τις σχέσεις του με την Κίνα και εναντίον των Αμερικανών μεσολάβησε. Η Αλβανία είχε μόνη διεθνή σύμμαχο την Ασιατική αυτή υπερδύναμη που βοήθησε στην απελευθέρωσή του. Οι Αλβανοί δεν άφησαν να φύγει αμέσως. Οι κακουχίες και η κακή διατροφή τον είχαν μετατρέψει σε φάντασμα. Τον έκλεισαν για 15 μέρες σε μια βίλα, τον τάιζαν για να ανακτήσει κάποια από τα χαμένα κιλά κι έπειτα τον έστειλαν στην Ιταλία!
Αυτός ο άνθρωπος που στα 29 του χρόνια έζησε το δικό του «εξπρές του μεσονυκτίου» βρήκε τον θάνατο που όλοι ξέρουμε και διερευνά η δικαιοσύνη εν μέσω πανδημίας στις 24 Ιανουαρίου 2021 κοντά στο νησάκι των Ονείρων στην Ερέτρια στα 78 του χρόνια.