Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, συγκλήθηκε Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε, Σύνταγμα, που ήταν και το πρώτο του ανεξάρτητου, από το 1830, ελληνικού κράτους.
Καθιέρωνε την κληρονομική συνταγματική μοναρχία, με κυρίαρχο όργανο του Κράτους τον μονάρχη, στον οποίο αναγνωρίζονταν εκτεταμένες και ουσιώδεις εξουσίες καθώς και το «τεκμήριο της αρμοδιότητας». Το πρόσωπό του ανώτατου άρχοντα χαρακτηριζόταν ιερό και απαραβίαστο.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Ο ανώτατος άρχων ασκούσε την εκτελεστική εξουσία «δια των υπουργών του», τη νομοθετική από κοινού με την εκλεγμένη Βουλή και τη διορισμένη Γερουσία και, τέλος, τη δικαστική, η οποία πήγαζε από εκείνον, «δια των δικαστηρίων».
Επίσης, καθιέρωνε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του μονάρχη, ο οποίος τους διόριζε και τους έπαυε, αναγνώριζε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και προέβλεπε στο ακροτελεύτιο άρθρο 107 ότι «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».
Όπως ήταν φυσικό επόμενο, οι συνεχώς, μεταβαλλόμενες κοινωνικές εξελίξεις ενίσχυσαν το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, ούτως ώστε οι διαρκείς απολυταρχικές τάσεις του Όθωνα όχι μόνο να μην είναι πλέον ανεκτές, αλλά και να υπονομεύουν την ίδια του τη βασιλεία. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1862, πολίτες και στρατός της Αθήνας εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν την έκπτωση του ιδίου και της δυναστείας των Wittelsbach.
Η επανάσταση αυτή σηματοδότησε την κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας και τη μετάβαση στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας με μονάρχη, πλέον, τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλμο της δυναστείας Schleswig – Holstein –Sønderburg – Glücksburg, ο οποίος ορκίσθηκε τον Οκτώβριο του 1863 ως Γεώργιος Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων».
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (Οκτώβριος 1862 – Οκτώβριος 1863), της μεσοβασιλείας όπως έγινε γνωστή, το σύστημα διακυβέρνησης που ίσχυσε ήταν το σύστημα της κυβερνώσας Βουλής, το οποίο λειτούργησε για πρώτη και τελευταία φορά στη συνταγματική μας ιστορία.
Το Σύνταγμα του 1864
Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β΄εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση, περιλάμβανε 110 άρθρα, ήταν επηρεασμένο από τα συντάγματα του Βελγίου (1831) και της Δανίας (1849) και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια.
Στις 11 Αυγούστου 1875, με τον λόγο του Θρόνου, καθιερώθηκε ατύπως η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία, μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών, νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα.
Βάσει της αρχής της «δεδηλωμένης» ο βασιλιάς είχε υποχρέωση να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως όριζαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Η διάταξη, επομένως, του Συντάγματος κατά την οποία «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού» τέθηκε σε περιορισμό, καθώς η κυβέρνηση όφειλε να λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Το Σύνταγμα του 1864 υπήρξε μακρόβιο και ίσχυσε χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές έως το 1911, οπότε οι έντονες πιέσεις για πολιτικές, διοικητικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που οδήγησαν στο «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909) και την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επέβαλαν την αναθεώρησή του.
Στο Σύνταγμα του 1864, εκδηλώθηκε μία σαφής τάση του συντακτικού νομοθέτη να αναβαθμίσει τον ρόλο του Κοινοβουλίου. Στις διατάξεις για την οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της Βουλής, το Σύνταγμα εισήγαγε μία σειρά νέων ρυθμίσεων, οι οποίες εξειδίκευαν, στο πεδίο του κοινοβουλευτικού δικαίου, τη μετάβαση από τη συνταγματική μοναρχία στην βασιλευομένη δημοκρατία:
Για την ανάδειξη της Βουλής καθιερώθηκε, με ρητή συνταγματική διάταξη, η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας. Οι βουλευτές εκλέγονταν για 4ετή θητεία «δι’ αμέσου, καθολικής και μυστικής δια σφαιριδίων ψηφοφορίας», ταυτόχρονα «καθ’ όλην την επικράτειαν».
Καθιερώθηκε το ασυμβίβαστο των καθηκόντων των βουλευτών με τα καθήκοντα των εμμίσθων δημοσίων υπαλλήλων και των δημάρχων.
Ο βασιλεύς διατηρούσε το δικαίωμα να διαλύει τη Βουλή κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως διάταγμα έπρεπε να φέρει την υπογραφή των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου.
Το Σύνταγμα του 1864 περιλάμβανε όλες τις διατάξεις του προηγουμένου Συντάγματος, που καθιέρωναν την υπουργική ευθύνη και τις αντίστοιχες ελεγκτικές αρμοδιότητες της Βουλής έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, προβλέποντας επί πλέον τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή «εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών».
Πως βρέθηκαν τα συντάγματα του 1844 και του 1864
Τα πρωτότυπα των Συνταγμάτων του 1844 και του 1864, είναι από τα πολυτιμότερα κοινοβουλευτικά ντοκουμέντα, που φυλάσσονται στο Τμήμα Πολυτίμων και Κειμηλίων της Βιβλιοθήκης της Βουλής.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Παντελή Αθανασιάδη (κοινοβουλευτικού Συντάκτη), τα δυο αυτά συντάγματα είχαν χαθεί από το 1866. Ακούγεται απίστευτο αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινό. Τα πρωτότυπα των Συνταγμάτων του 1844 και του 1864 είχαν χαθεί για σαράντα χρόνια.
Τι είχε συμβεί;
Όπως αφηγήθηκε στην Γ΄ Συντακτική Συνέλευση στις 3 Μαΐου 1921 ο πληρεξούσιος Νικόλαος Λεβίδης, υπήρχε στη Βουλή ένα χρηματοκιβώτιο, μέσα στο οποίο μπήκαν τα δύο πολύτιμα συνταγματικά κείμενα για ασφάλεια… Χάθηκαν όμως τα κλειδιά, τα χρόνια πέρασαν τα κείμενα ξεχάστηκαν εκεί μέσα… Έτσι φτάσαμε στο 1906, όταν πρόεδρος της Βουλής έγινε ο Νικόλαος Λεβίδης.
Σύμφωνα με την αφήγησή του λοιπόν, το 1906 που έγινε Πρόεδρος της Βουλής συγκρότησε επιτροπή και με αντικλείδια άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο και βρέθηκαν ενώπιον πραγματικού εθνικού θησαυρού. Μέσα βρήκαν το πρωτότυπο κείμενο του Συντάγματος του 1864… και ένα άλλο μικρό χρηματοκιβώτιο!
Όταν το άνοιξαν και αυτό, βρήκαν μέσα το πρωτότυπο του Συντάγματος του 1844 με τις υπογραφές των βουλευτών και το χειρόγραφο της ορκωμοσίας του Όθωνα. Εκείνο το μικρό χρηματοκιβώτιο στην εξωτερική του όψη έχει ζωγραφισμένο ένα σκύλο… ίσως αποτρεπτικός για ενδεχόμενη παραβίαση.
Ο πρόεδρος της Συντακτικής Συνέλευσης Κωνσταντίνος Αργασάρης Λομβάρδος, απάντησε, ότι την εποχή εκείνη, δηλαδή το 1921, ζήτησε τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου, αλλά και πάλι δεν βρέθηκαν, γιατί διαπιστώθηκε μετά από έρευνα, ότι τα κρατούσε κάποιος κλητήρας του Αρείου Πάγου, γιατί τα είχε παραλάβει για να τοποθετηθούν εντός του χρηματοκιβωτίου δύο δικογραφίες του Ειδικού Δικαστηρίου.
Τελικά τα κλειδιά βρέθηκαν και όταν ανοίχτηκε πάλι το περίφημο χρηματοκιβώτιο, ο Πρόεδρος Αργασάρης Λομβάρδος βρήκε μέσα δύο κιβώτια, που είχαν τοποθετηθεί από τον προκάτοχό του Πρόεδρο της λεγόμενης Βουλής των Λαζάρων Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Τα κιβώτια αυτά περιείχαν 400 παράσημα και μετάλλια που προορίζονταν για τους βουλευτές με τις ισάριθμες μινιατούρες, που τοποθετούνται στις μπουτονιέρες των σακακιών. Τα είχε παραγγείλει με επιστολή του στην Αμερική, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης.