Η Στέλλα, η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη άλλαξε τη ζωή της Μελίνας Μερκούρη. Δεν ήταν μόνο η επιτυχία της, αλλά το γεγονός ότι διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών (26 Απριλίου έως 10 Μαΐου). Η ταινία δεν κέρδισε κάποιο βραβείο, αλλά η ίδια η Μελίνα τράβηξε τον πρώτο αριθμό του λαχείου. Εκεί γνώρισε τον Ζιλ Ντασέν τον άνθρωπο που την μεταμόρφωσε, όχι μόνο ως ηθοποιό, αλλά και ως άνθρωπο. Της έδωσε πολιτική ταυτότητα που την ακολούθησε σε όλη της τη ζωή.
Η ελληνική πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις 21 Νοεμβρίου 1955. Την περίμεναν όλοι πως και πως. Ο θρύλος είχε προηγηθεί της προβολής της.
Η ταινία στηρίζεται στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Τη διασκευή την είχε κάνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Ουσιαστικά ήταν μια διασκευή της Κάρμεν του Μπιζέ. Η Μελίνα ήταν τραγουδίστρια σε ένα κέντρο στον Πειραιά. Είχε δεσμό με έναν πλούσιο νέο, αλλά ερωτεύτηκε παράφορα τον Μίλτο, ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού.
Σημαντική λεπτομέρεια: Η Μελίνα ως Αθηναία ήταν μέχρι τότε, φανατική οπαδός του Παναθηναϊκού, ενώ ο Μίλτος, ο καρδιοκαταχτητής ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού ενσαρκώθηκε από τον Γιώργο Φούντα ο οποίος ήταν φανατικός Παναθηναϊκός!
Δυνατό όπλο ήταν και η μουσική. Την υπέγραψαν ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Βασίλης Τσιτσάνης σε μια σπάνια συνύπαρξη. Ποιός δεν έχει τραγουδήσει ή ακούσει το «αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι»!
Τα μεγάλα ονόματα όμως δεν σταματούν εδώ. Τα σκηνικά, ήταν του Γιάννη Τσαρούχη και τα κοστούμια της Ντένης Βλαχιώτης που έκανε καριέρα στο Χόλιγουντ και το 1975 πήρε όσκαρ για τον «Μεγάλο Γκάσμπι».
Έπαιζαν ακόμα οι Αλέκος Αλεξανδράκης, Βούλα Ζουμπουλάκη, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Σοφία Βέμπο. Ακόμα και οι πρωτοεμφανιζόμενοι έκαναν καριέρα. Όπως ο 19χρονος, τότε, Κώστας Κακκαβάς που στους τίτλους εμφανίζεται ως Κώστας Καράλης, επειδή δεν τον άφηναν οι γονείς του να γίνει ηθοποιός!
Μέχρι και την αφίσα της ταινίας είχε δημιουργήσει ο «μάγος» Γιώργος Βακριτζής.
Το κοινό λάτρεψε την ταινία. Με 134.142 εισιτήρια στην α’ προβολή την έφεραν πρώτη μεταξύ των 24 ελληνικών φιλμ που εμφανίστηκαν εκείνη τη σεζόν.
Σε αντίθεση με το κοινό η κριτική ήταν σκληρή μαζί της. Εξαίρεση αποτελεί ο Αχιλλέας Μαμάκης στο Έθνος.
Στον Μάριο Πλωρίτη, ο οποίος εργαζόταν στην επίσης κεντρώνα, όπως το Έθνος, Ελευθερία, ενοχλήθηκε από τους «λιτούς» διαλόγους, την άγνοια των δημιουργών για την πραγματική ατμόσφαιρα των μπουζουκιών, τις υπερβολές στην προβολή των τοπίων και άλλα πολλά.
Είχε επαίνους, αλλά διαπίστωσε και… ψεγάδια.
Σε έναν από τους κριτικούς του Βήματος που υπέγραψαν ως «κουαρτέτο» δεν άρεσε η μουσική. Θεωρούσε αποτυχία τη συνεργασία Χατζιδάκι – Τσιτσάνη, υποστήριξε ότι ο σκηνοθέτης ήταν απλά ένας καλός «εμπορικός» και τίποτε άλλο, είχε αντιρρήσεις για την ερμηνεία του Αλεξανδράκη και της Ζουμπουλάκη, η ταινία απέτυχε στην φωτογραφία και την ηχοληψία, αλλά κατά τ’ άλλα ήταν καλή!
Η Ροζίτα Σώκου στην Καθημερινή είχε την εξήγηση για τα προβλήματα στον ήχο και τη φωτογραφία. Είχε παρακολουθήσει την πρεμιέρα στον Ορφέα, αλλά είχε δει και την προβολή στις Κάννες. Ήξερε λοιπόν ότι το θέμα ήταν τεχνικό κι όχι καλλιτεχνικό. Στο τέλος βέβαια αφήνει και τη… μπηχτή της για τη θορυβώδη ελληνική πρώτη επισημαίνοντας ότι δεν ανέβηκαν στη σκηνή για να εισπράξουν χειροκρότημα ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και ο Γιώργος Φούντας, όπως έγινε με τον σκηνοθέτη και την πρωταγωνίστρια.
Ο Βίων Παπαμιχάλης άνθρωπος του κινηματογράφου έγραφε κινηματογραφική κριτική στην Απογευματινή. Γνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις δίνει, ίσως, την πραγματική εικόνα του έργου.
Η ταινία είναι ένας ύμνος στην ελευθερία της γυναίκας. Μόνο που το πνεύμα της δεν έγινε δεκτό απ’ όλος. Η Επιθεώρηση της Τέχνης στο τεύχος Δεκεμβρίου 1955 έγραψε την πιο σκληρή κριτική.
Απέναντι στάθηκαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες εφημερίδες. Η Αυγή έγραψε μεταξύ άλλων: «είναι ένα ξεδιάντροπο μελόδραμα που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι λούμπεν, ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα», ενώ η Εστία παρατήρησε ότι «το καοηθέστατον σενάριον που εμφανίζει ένα βρωμερόν γύναιον ως πρόμαχον της ελευθερίας των ηθών και ως εκ πεποιθήσεως εχθρόν του γάμου, τον οποίον θεωρεί απαράδεκτον φυλακήν…».
Tips: Η δραματικότερη σκηνή του έργου, το φινάλε, δεν γυρίστηκε σε κάποιο δρόμο του Πειραιά, αλλά στα Εξάρχεια. Στη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού. Τότε ήταν μια απλή γειτονιά της Αθήνας και τίποτε περισσότερο.