Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιμένει να βλέπει το μέλλον της ελληνικής οικονομίας «ζοφερό». Αμφισβητεί τις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης για το άμεσο μέλλον. Συνεχίζει δε να επιμένει για τη μείωση του αφορολόγητου, την περικοπή της 13ης σύνταξης καθώς και την κατάργηση της πρώτης κατοικίας.
Τέσσερις προκλήσεις για την ελληνική οικονομία διαπιστώνει η Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (στο πλαίσιο της διαβούλευσης του Άρθρου 4), η οποία συζητήθηκε στο διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου.
Δείτε επίσης:Το ΔΝΤ ζητάει κι άλλο «αίμα»: Κόψτε συντάξεις και σταματήστε τις ρυθμίσεις χρεών!
Όσον αφορά στο Δημόσιο Χρέος, το ΔΝΤ το χαρακτηρίζει εξαιρετικά μη διαχειρίσιμο (βιώσιμο) προτείνοντας σειρά μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση. Το Ταμείο υποστηρίζει κατ΄ αρχήν ότι στην Ελλάδα θα πρέπει να εφαρμοστεί μία “δημοσιονομικά ουδέτερη πολιτική”, επισημαίνοντας ότι δεν απαιτείται περαιτέρω προσαρμογή πέραν αυτής η οποία ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Ωστόσο όπως αναφέρει απαιτούνται “δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις”, όπως μείωση του αφορολόγητου προκειμένου να διευρυνθεί η φορολογική βάση, καθώς και αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροδιαφυγής.
Για τον χρηματοπιστωτικό τομέα το ΔΝΤ εφιστά την προσοχή καθώς θα πρέπει να μειωθούν δραστικά τα κόκκινα δάνεια. Παράλληλα διαπιστώνει ότι θα πρέπει να ενισχυθούν οι κανόνες διοικητικής διακυβέρνησης των τραπεζών, και να αρθούν οι περιορισμοί που ισχύουν στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) το ταχύτερο δυνατό. Τέλος το ΔΝΤ ζητά πιο φιλόδοξες “μεταρρυθμίσεις” στις αγορές εργασίας – προϊόντων- και υπηρεσιών οι οποίες θα διευκολύνουν την ανάκαμψη της οικονομίας.
1. Πρώτη πρόκληση σύμφωνα με το ΔΝΤ συνιστά η μείωση των συντάξεων, καθώς όπως διαπιστώνει το υφιστάμενο σύστημα δεν είναι βιώσιμο και στηρίζεται κατά κύριο λόγο από τους υψηλούς φόρους.
Σύμφωνα με το Ταμείο, το τελευταίο πακέτο των μέτρων που συμφωνήθηκαν με τον ESM αναμένεται να αποδώσει περίπου 4% του ΑΕΠ ως το 2018. Ωστόσο το πακέτο αυτό στηρίζεται κατά μείζονα λόγο (3% του ΑΕΠ) στην αύξηση των εσόδων. Η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1% που προβλέπεται στον αυτόματο μηχανισμό διόρθωσης, δεν επιλύει τις στρεβλώσεις του ασφαλιστικού συστήματος το οποίο αντιμετωπίζει ένα έλλειμμα που αντιστοιχεί στο 11% του ΑΕΠ της χώρας, έναντι ελλείμματος 2,5% κατά μέσο όρο στις χώρες της ευρωζώνης.
* Στο σημείο αυτό το ΔΝΤ επαναφέρει το ζήτημα της μείωσης του αφορολογήτου καθώς όπως αναφέρει το 50% των μισθωτών και συνταξιούχων βρίσκονται κάτω από το όριο αυτό με αποτέλεσμα να μην πληρώνουν καθόλου φόρο, ενώ το ποσοστό αυτό στις άλλες χώρες της ΕΕ ανέρχεται μόλις σε 8%.
2. Δεύτερη πρόκληση αφορά στην αναποτελεσματικότητα της φορολογικής διοίκησης και της επακόλουθης αύξησης του χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην εφορία.
Το ΔΝΤ αναφέρει ότι συνολικά τα χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο φτάνουν το 70% του ΑΕΠ της Ελλάδας. Το πρόβλημα επιτείνεται από τις “πολιτικές παρεμβάσεις” στις φορολογικές αρχές, τις οποίες έχουν διακριβώσεις επανειλημμένως οι τεχνοκράτες του Ταμείου.
3. Οι τράπεζες και οι αδύναμοι ισολογισμοί τους σε συνάρτηση με τον τρόπο διοίκησης τους συνιστούν την τρίτη πρόκληση. Το ΔΝΤ διαπιστώνει ότι οι προσπάθειες οι διοικήσεις των τραπεζών να λειτουργήσουν χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις δεν έχει ακόμη αποδώσει, αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τα όσα έχουν συμβεί με την επιλογή του επικεφαλής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
4. Οι δομικές ακαμψίες οι οποιίες εμποδίσουν την χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη της οικονομίας, αποτελούν την τέταρτη πρόκληση.
Το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι το βάρος της προσαρμογής που συντελέστηκε την περίοδο 2010-11 το έφεραν οι μισθωτοί. Ωστόσο, όπως διαπιστώνει, παρά την σημαντική μείωση των μισθών, οι τιμές στην αγορά ελάχιστα μόνον έχουν προσαρμοστεί προς τα κάτω. Έτσι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων (σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) υπολείπεται κατά 5% έως 10%. Παράλληλα διαπιστώνεται ότι οι ανισότητες στην Ελλάδα έχουν οξυνθεί στην περίοδο της κρίσης.
** Για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το ΔΝΤ εκτιμά ότι το ΑΕΠ μετά από αύξηση 0,4% το 2016 θα αυξηθεί κατά 2,7% φέτος. Για το 2018 η ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει το 2,6% και το 2,4% το 2019. Το πρωτογενές πλεόνασμα στον Προϋπολογισμό από 1% το 2016 θα φθάσει το 1,8% το 2018, πρόβλεψη η οποία ευθύνεται κατά κύριο λόγο για την εκτίμηση του ΔΝΤ περί μη βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους. Ωστόσο οι προβλέψεις αυτές υπόκεινται σε κινδύνους και προϋποθέτουν κατά κύριο λόγο την έγκαιρη υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής (Μνημονίου).
Η Έκθεση Βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδος είναι εξαιρετικά μη διαχειρίσιμο (highly unsustainable) τόσο εξαιτίας του ύψους του (προβλέπεται ότι θα φθάσει το 170% του ΑΕΠ το 2020 για να μειωθεί ελαφρώς στο 164% το 2022 μέχρι να εκτιναχθεί στο 275% το 2060), όσο και των χρηματοδοτικών αναγκών που θα χρειαστεί η χώρα για την εξυπηρέτηση του. Οι δαπάνες αυτές θα ξεπεράσουν το φράγμα του 15% του ΑΕΠ το 2024 και το 20% το 2031 για να φθάσουν το 33% το 2040.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι απαιτείται μία ουσιαστική αναδιάρθρωση των όρων των δανείων που έχουν χορηγήσει οι Ευρωπαίοι στην Ελλάδα προκειμένου να αποκατασταθεί η “βιωσιμότητα” του Χρέους.
Στον πλαίσιο αυτό το ΔΝΤ προτείνει, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα κυμαίνονται μεσοπρόθεσμα στο 1% με 1,5% του ΑΕΠ μεταξύ άλλων:
- Να παραταθεί έως το 2040 η περίοδος χάριτος, το οποίο συνεπάγεται μία παράταση κατά 6 ετων των δανείων του ESM και κατά 17 έως 20 ετών για τα διακρατικά δάνεια και εκείνα που έχει χορηγήσει ο EFSF.
- Παράταση του χρόνου λήξης των δανείων έως το 2070, το οποίο οδηγεί σε παράταση του χρόνου αποπληρωμής των διακρατικών δανείων κατά 30 χρόνια, και έως 14 χρόνια για τα δάνεια του EFSF, και 10 χρόνια για τα δάνεια του ESM,.
- Αναβολή στην καταβολή τόκων έως το 2040 με κεφαλαιοποίηση τους. Η αποπληρωμή τους προτείνεται να επιμηκυνθεί έως το 2070 και να πραγματοποιηθεί με ισόποσες δόσεις.
- “Κλείδωμα των επιτοκίων” όλων των δανείων που έχουν χορηγήσει ο ESM και ο ΕFSF (περίπου 200 δια. ευρώ ή 113% του ΑΕΠ), τουλάχιστον για 30 χρόνια. Το επιτόκιο των δανείων αυτών δεν θα πρέπει να υπερβεί το 1,5%.